-
1 μαντεῖον
μαντεῖον, τό, ion. μαντήϊον, Orakelspruch, Weissagung, gew. im plur., μαντήϊα Τειρεσίαο, Od. 12, 272; μαντεῖα μαντεύσῃ, Aesch. Eum. 686; τὰ τοῠ ϑεοῦ μαντεῖα, Soph. O. R. 407 u. öfter; αἰπεινά μοι μαντεῖα, Eur. Ion 739; Plat. Apol. 21 c; Thuc. 2, 47 u. Folgde; – das Orakel, der Orakelsitz, ἵνα μαντεῖα ϑῶκός τ' ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός, Aesch. Prom. 833; Her. 1, 46; vgl. Plat. Tim. 71 e; δευτέρα τόδ' ἕζετο μαντεῖον, Aesch. Eum. 4; τὸ Πυϑικόν, Soph. El. 33 O. R. 243 u. Eur.
См. также в других словарях:
υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… … Dictionary of Greek